- επισκήνιος
- ἐπισκήνιος, -ον (AM)το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπισκήνιονα) μσν. η θεατρική τέχνηβ) αρχ. το τμήμα πάνω από τη σκηνή τού θεάτρουαρχ.ως επίθ. θεατρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκηνή + επίθημα -ιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισκήνιον — ἐπισκήνιος stagy masc/fem acc sg ἐπισκήνιος stagy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκηνίοις — ἐπισκήνιος stagy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκηνίου — ἐπισκήνιος stagy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)